- ἡσυχικός
- ἡσῠχ-ικός, ή, όν,A peaceable, in [comp] Sup., prob. in Plot.3.8.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ησυχικός — ἡσυχικός, ή, όν (Α) αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. ικος (πρβλ. θε ικός, φιλοσοφ ικός)] … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek